κούφισμα

κούφισμα
κούφισμα , ατος, τό (s. prec. entry; Eur., Phoen. 860; Plut., Mor. 114c) the cause of someth. being less burdensome, lightening, alleviation of almsgiving κ. ἁμαρτίας γίνεται lightens the load of sin 2 Cl 16:4 (after 1 Esdr 8:84 σύ, κύριε, ἐκούφισας τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν; cp. 2 Esdr 9:13).—DELG s.v. κοῦφος.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κούφισμα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κούφισμα — το (AM κούφισμα) [κουφίζω (II)] νεοελλ. μσν. (βυζ. μουσ.) ένας από τους οκτώ ανιόντες έμφωνους χαρακτήρες τού αρχαίου στενογραφικού συστήματος τής βυζαντινής παρασημαντικής μσν. αρχ. ελάφρυνση, ανακούφιση («τὸ γὰρ μή δι αὐτὸν κακῶς πράττειν... οὐ …   Dictionary of Greek

  • κουφίσματα — κούφισμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουφίσματος — κούφισμα neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”